κεδνοσύνη

κεδνοσύνη
κεδνοσύνη, ἡ (Α) [κεδνός]
επιγρ. η ιδιότητα τού έμπιστου, τού αφοσιωμένου, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πιστότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεδνοσύνης — κεδνοσύνη trustiness fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”